- απιθανότητα
- η (Α ἀπιθανότης)η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς, το να είναι κάτι απίθανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απιθανότητα — η έλλειψη πιθανότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπιθανότητα — ἀπιθανότης improbability fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα … Dictionary of Greek